- μάδρυα
- μάδρυα, τά, for μαλόδρυα,A = κοκκύμηλα, Seleuc. ap. Ath.2.50a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάδρυα — μάδρυα, τά (AM) κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (*ἁμάδρυα > μάδρυα βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
μάδρυα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)